Globularia stygia

Οικογένεια: Globulariaceae

Κοινή ονομασία: Γκλομπουλάρια της Στύγας

To φυτικό είδος Globularia stygia Orph. ex Boiss. περιγράφηκε το 1859. Αποτελεί είδος προτεραιότητας σύμφωνα με τον κατάλογο του Παραρτήματος ΙΙ της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ και απαντάται στην περιοχή ευθύνης του ΦΔ Χελμού-Βουραϊκού. Είναι ενδημικό είδος της Πελοποννήσου με περιορισμένη γεωγραφική εξάπλωση στα Όρη του Χελμού, της Κυλλήνης και του Ταϋγέτου. Η Globularia stygia δεν είναι ένα τυπικά χασμοφυτικό είδος, καθώς αναπτύσσεται σε ασβεστολιθικά βράχια, αλλά και πετρώδη εδάφη από τα 1300-2300m. Οι βλαστοί της έχουν τη δυνατότητα να αναπτύσσονται υπογείως και να δίνουν νέα φυτά. Διατηρεί ικανοποιητικούς πληθυσμούς στην περιοχή του Χελμού. Οι σημαντικότεροι κίνδυνοι που αντιμετωπίζει το αυστηρά προστατευόμενο αυτό είδος, είναι οι ανθρώπινες δραστηριότητες (χιονοδρομικές πίστες), η μεγάλη διακίνηση και βόσκηση, καθώς και η συλλογή από βοτανικούς και συλλέκτες. Το είδος έχει αξιολογηθεί ως Τρωτό (VU) σύμφωνα με τα κριτήρια της IUCN. Προστατεύεται επίσης από το Π. Δ. 67/81 και την Σύμβαση Βέρνης.

Dichoropetalum achaium

Οικογένεια: Apiaceae

Το Dichoropetalum achaicum περιγράφηκε ως Peucedanum achaicum το 1908 από φυτικό δείγμα που συλλέχθηκε το 1896, από το φαράγγι του Βουραϊκού, κοντά στο χωριό Ζαχλωρού. Είναι ενδημικό είδος της βόρειας Πελοποννήσου με γεωγραφική εξάπλωση περιορισμένη στο όρος Παναχαϊκό και στο φαράγγι του Βουραϊκού στον Χελμό. Έχει αξιολογηθεί ως Τρωτό (VU) σύμφωνα με τα κριτήρια της IUCN και απαντάται στην περιοχή ευθύνης του ΦΔ Χελμού-Βουραϊκού. Αναπτύσσεται σε βραχώδεις πλαγιές και σάρρες, σε ασβεστόλιθο ή κροκαλοπαγή πετρώματα, σε υψόμετρο 550-1100 μ. Ο βιότοπός του δεν είναι εύκολα προσβάσιμος, τόσο από ανθρώπους, όσο και από ζώα και η προσοχή θα πρέπει να επικεντρωθεί σε πιθανούς κινδύνους που προκύπτουν από τη φυσική σπανιότητα του είδους και ενδογενείς παράγοντες.

Dianthus mercurii

Οικογένεια: Caryophylaceae

Κοινή ονομασία: Δίανθος Αγριογαρύφαλλο

Το Dianthus mercurii περιγράφηκε το 1874 από το όρος Κυλλήνη. Είναι ενδημικό είδος της βόρειας Πελοποννήσου με περιορισμένη εξάπλωση στο φαράγγι του Βουραϊκού και στα όρη Κυλλήνη και Κλωκό. Βρίσκεται σε πετρώδεις και βραχώδεις θέσεις σε ασβεστόλιθο, σε υψόμετρο 800-1200 μ. και προστατεύεται από το Π.Δ. 67/1981.

 

 

Corydalis blanda subsp. oxelmannii

Οικογένεια: Fumariaceae

Η Corydalis blanda subsp. oxelmannii περιγράφηκε το 1996, αποτελούσε τοπικό ενδημικό είδος του Χελμού και πρόσφατα αναφέρθηκε και από το Όρος Κυλλήνη. Το είδος περιλαμβάνει τρία ακόμα υποείδη με μικρές μορφολογικές διαφορές μεταξύ τους. Αναπτύσσεται σε πετρώδη αλπικά λιβάδια και σάρρες, σε ασβεστολιθικό υπόστρωμα και σε υψόμετρο 1800-2300 m. Πίεση αποτελεί η δημιουργία των εγκαταστάσεων του χιονοδρομικού κέντρου Καλαβρύτων.

Cicer graecum

Οικογένεια: Fabaceae

Το Cicer graecum περιγράφηκε το 1856 από την περιοχή των Τρικάλων Κορινθίας στο όρος Κυλλήνη. Θεωρείται συγγενικό του Cicer floribundum Fenzl, που είναι ενδημικό της Νότιας Τουρκίας και του ρεβυθιού Cicer arietinum.Έχει γεωγραφική εξάπλωση περιορισμένη στη βόρεια Πελοπόννησο, στην ευρύτερη περιοχή των ορέων Χελμός και Κυλήνη. Είναι γνωστό από το βόρειο τμήμα της περιοχής ευθύνης του ΦΔ Χελμού-Βουραϊκού, όπου εξαπλώνεται σε χαμηλά και μεσαία υψόμετρα. Σχηματίζει διάσπαρτους ολιγομελείς υποπληθυσμούς και αυτοί που παρατηρήθηκαν βρίσκονταν σε ελαφρώς διαταραγμένες θέσεις. Συναντάται συνήθως σε φρύγανα, παρυφές δασών Pinus halepensis, Pinus nigra και Abies cephalonica, παραδοσιακά καλλιεργούμενους ελαιώνες, πρανή δασικών δρόμων και όχθες ρεμάτων, σε ασβεστολιθικό υπόβαθρο ή σε ψαμμίτες, σε υψόμετρο 1500-1600 m. Έχει χαρακτηρισθεί ως Τρωτό (VU) σύμφωνα με τα κριτήρια της IUCN εξαιτίας της σπανιότητάς του. Οι δασικές πυρκαγιές, η βόσκηση, η ξύλευση, η εναπόθεση απορριμάτων και αδρανών υλικών αποτελούν τις κύριες απειλές του.

Centaurea athoa subsp. chelmea

Οικογένεια: Asteraceae        

Κοινή ονομασία: Κενταύρια

Το είδος Centaurea athoa είναι ενδημικό στην Ελλάδα και περιλαμβάνει τα τρία υποείδη subsp. athoa, subsp. parnonia και subsp. chelmea. Το υποείδος chelmea περιγράφηκε το 2015 από τις πλαγιές της Νουρντουβάνας και είναι τοπικό ενδημικό του Χελμού. Βρέθηκε σε βραχώδη εδάφη κατά μήκος δασικών δρόμων και ξέφωτα δασών Κεφαλληνιακής ελάτης (1125 μ).

Campanula asperuloides

Οικογένεια: Campanulaceae

Κοινή ονομασία: Καμπανούλα

Η Campanula asperuloides περιγράφηκε το 1856, αρχικά ως Trachelium asperuloides και είναι ένα ενδημικό είδος της Πελοποννήσου. Είναι χασμοφυτικό είδος, με γνωστούς πληθυσμούς στα όρη Χελμός, Ταΰγετος, Πάρνωνας, Κουλοχέρα, καθώς και στην περιοχή της Ευρωστίνης. Στον Χελμό, το είδος είναι γνωστό μόνο από την περιοχή της Στύγας. Συναντάται σε απόκρημνους ασβεστολιθικούς βράχους, κρημνούς ή κροκαλοπαγή εδάφη σε σκιερά και προστατευμένα μέρη με Β ή ΒΔ προσανατολισμό. Εξαπλώνεται από τα 400 m (θέσεις στον Πάρνωνα) μέχρι τα 1800 m (θέσεις στο Χελμό). Το είδος αναπτύσσεται σε εξαιρετικά δυσπρόσιτες θέσεις και δεν κινδυνεύει από ανθρώπινες δραστηριότητες. Η βόσκηση αποτελεί απειλή μόνο σε θέσεις όπου είναι προσιτές από αιγοπρόβατα. Έχει αξιολογηθεί ως Τρωτό (VU) σύμφωνα με τα κριτήρια της IUCN.

Campanula aizoides

Οικογένεια: Campanulaceae

Κοινή ονομασία: Καμπανούλα

H Campanula aizoides αποτελεί ενδημικό είδος της Ελλάδας. Είναι γνωστό μόνο από το όρος Χελμός και τα Λευκά Όρη στην Κρήτη, δυο περιοχές δηλαδή που απέχουν μεταξύ τους περισσότερο από 330 χλμ. Το είδος είναι σε γενικές γραμμές σπάνιο, σχηματίζοντας μικρούς πληθυσμούς, τους οποίους ωστόσο συναντά κανείς διάσπαρτους σε μεγάλη έκταση στην ανώτερη υψομετρική βαθμίδα του Χελμού. Έχει αξιολογηθεί ως Τρωτό (VU) σύμφωνα με τα κριτήρια της IUCN. Προστατεύεται επίσης από το Π.Δ. 67/1981. Συναντάται σε σχισμές και αναβαθμίδες ασβεστολιθικών βράχων, βραχώδη εδάφη, ασβεστολιθικές απότομες πλαγιές και χαράδρες βράχων σε υψόμετρο 1800-2300 m. Η βόσκηση αποτελεί σημαντική απειλή σε θέσεις όπου είναι προσιτές από αιγοπρόβατα. Επιπλέον, ο βιολογικός κύκλος του είδους (μονοκαρπικό πολυετές ή διετές), οι πολύ μικροί υποπληθυσμοί του (συχνά λιγότερα από 10 άτομα) και το μικρό ποσοστό των ατόμων κάθε πληθυσμού που φθάνουν σε αναπαραγωγική ωριμότητα, συμβάλλουν ιδιαίτερα στην περιορισμένη εξάπλωσή του.

Aurinia moreana

Οικογένεια: Brassicaceae

Είναι ενδημικό της Πελοποννήσου με εξάπλωση στα βουνά Ερύμανθο, Ζήρεια (Κυλλήνη), Ολίγυρτο, Παναχαϊκό, Χελμό. Φύεται σε ασβεστολιθικούς βράχους και βραχώδη εδάφη.

Aquilegia ottonis subsp. ottonis

Οικογένεια: Ranunculaceae

Κοινή ονομασία: Κολομπίνα ή Ακουϊλέγια του Όθωνα

Το είδος Aquilegia ottonis περιγράφηκε το 1854 από δείγματα που είχε συλλέξει ο Θεόδωρος Ορφανίδης από την περιοχή του Χελμού. Το είδος αυτό, εκτός από το τυπικό υποείδος, περιλαμβάνει δύο ακόμα υποείδη. Το subsp. taygetea (Orph.) Strid είναι ενδημικό του Ταΰγετου, ενώ το subsp. amaliae (Boiss.) Strid εξαπλώνεται στα όρη της Β. Ελλάδας και της Ν. Βαλκανικής. Το subsp. ottonis έχει κύρια εξάπλωση στο Χελμό και εμφανίζεται επίσης στη Γκιώνα και τον Παρνασσό (όπου η παρουσία του δεν έχει επιβεβαιωθεί πρόσφατα). Συνήθως σχηματίζει ολιγομελείς ομάδες και θεωρείται σπάνιο. Έχει αξιολογηθεί ως Τρωτό (VU) σύμφωνα με τα κριτήρια της IUCN. Αναπτύσσεται σε υγρές και σχετικά σκιερές θέσεις σε ορεινές περιοχές, σε βράχια, πετρώδεις θέσεις και σάρρες, σε ασβεστολιθικό υπόστρωμα και σε υψόμετρο 1100-2000 m. Η βόσκηση και η συλλογή είναι οι σημαντικότερες απειλές για το εντυπωσιακό αυτό φυτό και η παρακολούθηση των υποπληθυσμών του είναι απαραίτητη.